εΰρρειτος

εΰρρειτος
ἐΰρρειτος, -είτη, -ον (Α)
ο ευρρεής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρειτος (< *ρεFετος < ρέω < ρεFω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐυρρείτην — ἐύρρειτος fem acc sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτην , ἐυρρείτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυρρείτης — ἐύρρειτος fem gen sg (attic epic ionic) ἐϋρρείτης , ἐυρρείτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυρρείτου — ἐύρρειτος masc/neut gen sg ἐϋρρείτου , ἐυρρείτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”